- βοαγός
- βο-ᾱγός, ὁ,A v. βουαγός:—hence [suff] βο-ᾱγίδης, ου, ὁ, of Heracles, Lyc. 652.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βοαγός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοαγός — Στην αρχαιότητα, ονομασία του αρχηγού των παιδικών ομάδων. Η νομοθεσία του Λυκούργου, στην αγωγή του πολίτη, υποχρέωνε τα παιδιά να κατατάσσονται από το έβδομο έτος της ηλικίας τους σε ομάδες που ονομάζονταν βούαι.Εκτός από τη στρατολογία έφηβου… … Dictionary of Greek
βοαγοῦ — βοαγός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουαγός — και βουαγόρ και βοαγός, ο (Α) αρχηγός, εκπαιδευτής μιας βούας στην αρχαία Σπάρτη, αγελάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βούα + άγω. Το α τού συνθέτου είναι μακρό. Ο επιγραφικός τ. βοαγός οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek